φετιχισμός

φετιχισμός
ο, Ν
1. (στους πρωτόγονους λαούς) η λατρεία για το φετίχ
2. συνεκδ. δεισιδαιμονία
3. (ψυχολ.) μορφή σεξουαλικής απόκλισης που συνίσταται στην ερωτική προσκόλληση σε ένα άψυχο αντικείμενο ή σε ένα μη ερωτικό μέρος τού ανθρώπινου σώματος
4. φρ. «φετιχισμός τού εμπορεύματος»
(στη μαρξιστική φιλοσ.) ψευδής αντίληψη, ψευδαίσθηση την οποία σχηματίζουν οι άνθρωποι για τα εμπορεύματα σε μια κοινωνία όπου κυριαρχεί η εμπορευματική παραγωγή και η οικονομία τής αγοράς και λόγω τής οποίας ο καταναλωτής αποδίδει στα εμπορεύματα ιδιότητες που δεν έχουν, εκλαμβάνοντας κυρίως την αξία τών προϊόντων ως προερχόμενη αποκλειστικώς και μόνον από τη μεταξύ τών προϊόντων ανταλλαγή, ενώ στην πραγματικότητα οι ιδιότητες αυτές, μεταξύ τών οποίων και η αξία, οφείλονται στις υπάρχουσες συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής, οι οποίες επιβάλλονται στους καταναλωτές ως κάτι ανεξάρτητο από αυτούς και τη θέλησή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fetichisme < fetiche (βλ. λ. φετίχ) + κατάλ. -isme. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ν. Γ. Πολίτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φετιχισμός — ο 1. η λατρεία των άγριων ή απολίτιστων λαών προς τα φετίχ (βλ. λ.). 2. υπερβολική και δεισιδαιμονική λατρεία για κάποιο αντικείμενο ή πρόσωπο. 3. (ψυχ.), σεξουαλική ιδιαιτερότητα κατά την οποία το άτομο διεγείρεται σεξουαλικά και με την απλή θέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • είδωλο — Ομοίωμα θεότητας, το οποίο γίνεται αντικείμενο λατρείας. Στην ιστορία των θρησκειών ο όρος αυτός προσέλαβε ιδιαίτερη σημασία για να υποδηλώσει τα λατρευτικά αντικείμενα κάθε πολυθεϊστικής θρησκείας. Η έννοια αυτή, που αργότερα έγινε παραδεκτή και …   Dictionary of Greek

  • φετίχ — Όρος που παράγεται από το λατινικό factitius, από το οποίο προέρχεται η πορτογαλική λέξη fetiço (= μαγικό), που χρησιμοποίησαν οι πρώτοι αποικιστές της δυτικής Αφρικής για να χαρακτηρίσουν τα φυλαχτά, είδωλα και ιερά αντικείμενα κάθε είδους που… …   Dictionary of Greek

  • χρηματικός — ή, ό / χρηματικός, ή, όν, ΝΑ [χρῆμα, χρήματος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα χρήματα (α. «χρηματική αμοιβή» β. «χρηματικὴ ζημία», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. α) «χρηματική ποινή» i) (ποιν. δικ.) ποινή η οποία συνίσταται στην, υπέρ τού δημοσίου,… …   Dictionary of Greek

  • Τόγκο — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει με τη Μπουρκίνα Φάσοστα βόρεια, με τη Γκάνα στα δυτικά και με το Μπενίν στα ανατολικά.Tο Tόγκο είναι μια στενή λωρίδα που βρίσκεται ανάμεσα στην Γκάνα, στην Mπουρκίνα Φάσο και στο Mπενίν. Στην ακτή έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”